Πριν λίγες ημέρες, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Μια εθνική τραγωδία για την χώρα μας, με τους συγγενείς των 57 νεκρών συνανθρώπων μας, να αναζητούν ακόμα απαντήσεις για τα αίτια της μοιραίας σύγκρουσης και δικαίωση για τον άδικο χαμό των οικείων τους, που στην πλειοψηφία τους ήταν νέα παιδιά.


Για την διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος, συστήθηκε άλλη μια εξεταστική επιτροπή από την Βουλή των Ελλήνων, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.

Πριν συνεχίσουμε, δίκαιο είναι, να εξετάσουμε τον ρόλο και το έργο που πρέπει να επιτελούν οι εξεταστικές επιτροπές που συστήνονται, καθώς αποτελούν ένα σημαντικό μέσο για τον έλεγχο της δράσης του δημόσιου τομέα για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της υπευθυνότητας στον δημόσιο βίο. Ας αναλογιστούμε, αν στην εν λόγω επιτροπή που συστήθηκε για την διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών, λειτούργησε όπως όφειλε να λειτουργήσει.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 86) και τον κανονισμό της Βουλής των Ελλήνων, συνιστώνται επιτροπές που συγκροτούνται από βουλευτές. Οι επιτροπές αυτές επιλαμβάνονται του νομοθετικού ή του κοινοβουλευτικού ελέγχου ή ειδικών θεμάτων. Είναι υπεύθυνες για την διερεύνηση συγκεκριμένων υποθέσεων ή γεγονότων που προκαλούν ανησυχία και απαιτούν διεξοδική ανάλυση. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου τους, καλούν μάρτυρες που μπορούν να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα γεγονότα που εξετάζονται. Έχουν πλήρη πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα, αρχεία και πληροφορίες που σχετίζονται με το θέμα που διερευνούν, ώστε μετά το πέρας της έρευνας τους, να συντάξουν την έκθεση τους ή το πόρισμα τους, παρουσιάζοντας τα ευρήματα και τις συστάσεις τους.

Οι εξεταστικές επιτροπές έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν σημαντική πολιτική επίδραση, καθώς οι αποκαλύψεις που προκύπτουν από τις έρευνές τους μπορούν να διαμορφώσουν τη δημόσια άποψη και να επηρεάσουν την πολιτική κατάσταση. Η δυνατότητα αυτή προέρχεται από την ικανότητά τους να αναδεικνύουν πιθανές παραβιάσεις, ατασθαλίες ή παρατυπίες, καθώς και να επισημαίνουν προβλήματα στις διαδικασίες και τις πολιτικές αποφάσεις.

Με όσα έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας, σε καμία περίπτωση στην εν λόγω επιτροπή, δεν διασφαλίστηκε η διαφάνεια και δεν αποτυπώθηκε η αλήθεια. Κυνικά και απροκάλυπτα, με απόφαση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, (δηλαδή τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας,) εντέχνως με ανυπόστατα και σαθρά επιχειρήματα, δεν επετράπη στην εξεταστική επιτροπή η πρόσβαση στη δικογραφία που σχηματίστηκε από την Εισαγγελία της Λάρισας που είχε κατατεθεί στην Βουλή, παρά το γεγονός ότι είχε ζητηθεί από όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Είδαμε να καταθέτουν μάρτυρες που δεν είχαν να πουν τίποτα για την υπόθεση, και αποκλείστηκαν άλλοι, που είχαν να πουν πολλά περισσότερα και που προειδοποιούσαν πριν από το δυστύχημα (οπως π.χ. η κλήση του προέδρου του σωματείου των μηχανοδηγών κ. Κ. Γενιδούνια).

Αν όλο αυτό το φιάσκο δεν είναι απόπειρα συγκάλυψης και κουκουλώματος της υπόθεσης λόγω της ευθύνης που φέρουν πολιτικά πρόσωπα τότε τι είναι; Τόσο το προεδρείο, όσο και η Αντιπολίτευση, για άλλη μια φορά συνεργάστηκαν άψογα. Οι μεν πρώτοι εκμεταλλευόμενοι την κυβερνητική τους πλειοψηφία και οι δε αρκέστηκαν στους συνηθισμένους λεονταρισμούς τους. Πέρα από το προφανές, τους 57 νεκρούς, τον κοινωνικό θυμό που είναι διάχυτος στην γενικευμένη ανικανότητα του κράτους να εξασφαλίσει στοιχειώδης προϋποθέσεις, όπως είναι η ασφάλεια των σιδηροδρομικών μετακινήσεων, θύμα είναι και η ίδια η Δικαιοσύνη.

Η Δικαιοσύνη αναμένεται να υπηρετεί το δίκαιο ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο δράστης ή ο φορέας που προβαίνει σε παραβάσεις. Η έννοια της δικαιοσύνης περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των παραβάσεων και την επιβολή κυρώσεων σε όσους παραβιάζουν το νόμο, ανεξαρτήτως πολιτικών συμφερόντων ή κόμματος. Στην χώρα μας, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν, ότι η δικαιοσύνη επηρεάζεται από πολιτικές συμφωνίες ή παρεμβάσεις, αυτό θα πρέπει να αναλυθεί και να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα, καθώς απειλεί την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος.

Η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η διασφάλιση της ίσης εφαρμογής του νόμου για όλους είναι θεμελιώδεις αρχές σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η κατάργηση νόμων περί ασυλίας και ευθύνης υπουργών, τόσο από την νομοθεσία, όσο και από το Σύνταγμα, είναι απαραίτητη καθώς προκαλούν δυσλειτουργία. Δεν γίνεται το Σύνταγμα στο άρθρο 4 να καθορίζει ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον των νόμων και του Συντάγματος, και που κατ΄επέκταση ως πολίτες εξετάζονται στα δικαστήρια, ενώ παράλληλα στο άρθρο 86 να διαφαίνεται ότι για να οδηγηθούν βουλευτές και υπουργοί στο δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει η βουλή γι αυτούς, αντικαθιστώντας μηχανισμούς που ισχύουν στην βάση της ισονομίας για όλους τους πολίτες, ασχέτως από το αν ή όχι έχουν πολιτειακό αξίωμα.

Η ιδέα της ασυλίας των βουλευτών πηγάζει από την ανάγκη να προστατευθεί η ανεξαρτησία του κοινοβουλίου και η δυνατότητά του να λειτουργήσει ανεμπόδιστα. Ωστόσο, η ασυλία μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες επιπτώσεις, όπως η αίσθηση ατιμωρησίας ή η υπονόμευση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τους εκπροσώπους του, καθώς φαίνεται στα μάτια πολλών, ως ένα προνόμιο. Μια εξαίρεση από τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου, δηλαδή την ισότητα ενώπιον του νόμου, το οποίο τους θέτει στο απυρόβλητο από την ποινική δίωξη, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για πράξη ή παράλειψη βουλευτή, η οποία να συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του. Στην χώρα μας, έχει επικρατήσει μια κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη που έχει ως αποτέλεσμα να χορηγούνται σπάνια άδειες της βουλής, που επιτρέπουν την άσκηση ποινικής δίωξης. Αυτό έχει οδηγήσει συχνά σε καταδίκες την χώρα μας, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Είναι γεγονός ,ότι οι πολίτες, έχουν χάσει το σεβασμό στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα, και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Μια από τις κύριες αιτίες είναι η αίσθηση ότι οι ανώτεροι αξιωματούχοι και οι πολιτικοί ηγέτες δεν εκπροσωπούν πλέον τα συμφέροντα του ΄Εθνους, αλλά αντίθετα, εξυπηρετούν προσωπικά συμφέροντα ή συμφέροντα ομάδων επιρροής. Η απογοήτευση αυτή έχει ενισχυθεί από την ανάδυση περιπτώσεων διαφθοράς, απάτης και άλλων απαράδεκτων πρακτικών στην πολιτική.

 Είναι αναγκαίο να αναδομηθεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο την επανεξέταση των αρχών που διέπουν τη λειτουργία των θεσμών, αλλά και την ανάπτυξη μηχανισμών που θα εξασφαλίζουν την ευθύνη και τη διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης. Είναι απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο των αξιωματούχων και των προσώπων που τους επιλέγουν. Αυστηροί έλεγχοι και μέτρα κατά της διαφθοράς πρέπει να εφαρμόζονται για να διασφαλιστεί ότι οι πολιτικοί ηγέτες ενεργούν με εντιμότητα και ευθύνη προς τους πολίτες που εκπροσωπούν.

Συνολικά, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων και στην πολιτική διαδικασία γενικότερα. Μέσω της ενεργού συμμετοχής τους, οι πολίτες μπορούν να ασκούν πίεση για την αλλαγή των πρακτικών και των αρχών που διέπουν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Κοκοσάλη Άννα Μαρία

ΜΗΠΩΣ ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *